- κολλόροβον
- κολλόροβον και κολόροβον, τὸ (Α)1. ποιμενικὴ ράβδος2. πιθ. ένδειξη βάρους3. είδος νομίσματος4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον—εάν η γραφή αυτή είναι σωστή— είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον].
Dictionary of Greek. 2013.